- ἡπατοσκόπος
- ἡπατο-σκόπος, ὁ, die Leber (und übh. die Eingeweide) betrachtend und daraus weissagend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηπατοσκόπος — ἡπατοσκόπος, ον (Α) αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ*) + σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο σκόπος)] … Dictionary of Greek
ἡπατοσκόπων — ἡπατόσκοπος inspecting the liver masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek
ηπατοσκοπία — ἡπατοσκοπία, ή (Α) [ηπατοσκόπος] η μαντεία από την παρατήρηση τού ήπατος … Dictionary of Greek
ηπατοσκοπώ — ἡπατοσκοπῶ, έω (Α) [ηπατοσκόπος] ασκώ ηπατοσκοπία, παρατηρώ το ήπαρ για να μαντέψω … Dictionary of Greek